- υπερασθμος
- ὑπέρασθμοςὑπέρ-ασθμος2весь запыхавшийся, задыхающийся
(τὸ θηρίον Xen.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(τὸ θηρίον Xen.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ὑπέρασθμος — panting exceedingly masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπέρασθμος — ον, Α πολύ λαχανιασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ἄσθμα] … Dictionary of Greek
ὑπέρασθμον — ὑπέρασθμος panting exceedingly masc/fem acc sg ὑπέρασθμος panting exceedingly neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπέρασθμοι — ὑπέρασθμος panting exceedingly masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπερπνιγής — ές, Α πολύ λαχανιασμένος, ὑπέρασθμος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + πνιγής (< πνίγω), πρβλ. περι πνιγής] … Dictionary of Greek